- οροτικοξυουρία
- ηιατρ. κληρονομική μεταβολική πάθηση, που χαρακτηρίζεται από αναιμία με πολλά μεγάλα άωρα ερυθρά αιμοσφαίρια, με μικρό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, καθυστέρηση τής ανάπτυξης και αποβολή στα ούρα μεγάλων ποσοτήτων οροτικού οξέος, διάμεσου προϊόντος τού μεταβολισμού τών πουρινών.
Dictionary of Greek. 2013.